- μαρκατάντος
- μαρκατάντος και μαρκατάντης, ὁ (Μ)έμπορος που ανέπτυσσε δραστηριότητα συνήθως σε μακρινές χώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marcatante, με επίδραση τού βεν. marcante (πρβλ. λατ. mercator «έμπορος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.